ἡμίεκτον — half neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιέκτου — ἡμίεκτον half neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιέκτῳ — ἡμίεκτον half neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίεκτα — ἡμίεκτον half neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Unidades de medida de la antigua Grecia — Este artículo o sección necesita ser wikificado con un formato acorde a las convenciones de estilo. Por favor, edítalo para que las cumpla. Mientras tanto, no elimines este aviso puesto el 22 de septiembre de 2011. También puedes ayudar… … Wikipedia Español
ημίτεια — ἡμίτεια, ἡ (Α) επιγρ. μισή, το μισό ενός μέτρου χωρητικότητας, πιθ. το ημίεκτον* … Dictionary of Greek
κάδδιχος — κάδδιχος, ὁ (Α) 1. (κατά τον Πλούτ.) το δοχείο στο οποίο έβαζαν τα ψίχουλα 2. κάλπη 3. (κατά τον Ησύχ.) α) σικελικό μέτρο, ίσως το ημίεκτον* β) άρτος που προσφερόταν στους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάδος, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό ( δδ ) και… … Dictionary of Greek
μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek